- μολυβδίαση
- (Ιατρ.). Χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, επαγγελματικής γενικά φύσης. Συνήθως προσβάλλονται από μ. φαναρτζήδες, ζωγράφοι, τυπογράφοι. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης είναι η εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρα· στη συνέχεια, και σε βραχύ χρονικό διάστημα, παρουσιάζεται στοματίτιδα και ουλίτιδα. Αργότερα προστίθενται πεπτικές διαταραχές με δυνατούς κωλικούς (κωλικοί του μολύβδου), πόνοι στους μυς και στις αρθρώσεις των κάτω άκρων, παράλυση με μυϊκή ατροφία, που αρχίζει από τα άνω άκρα, εγκεφαλοπάθεια με πονοκέφαλο, αμαύρωση, παραλήρημα, σπασμοί, κώμα, νεφρίτιδα, θεραπευτικά αντιμετωπίζεται με την απομάκρυνση του αίτιου και με τη χορήγηση αντιδότων, όπως το ιωδιούχο κάλιο, τα θειούχα ύδατα και το μπαλ (B.A.L. – British Anti-Lewisite).
* * *ηιατρ. χρόνια τοξική δηλητηρίαση τού οργανισμού από μόλυβδο και τα παράγωγά του, η οποία παρατηρείται κυρίως σε εργάτες που χρησιμοποιούν ενώσεις τού μετάλλου, όπως είναι π.χ. οι τυπογράφοι κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ίαση*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.